Είχα αφήσει τους γονείς μου να κάνουν το δρόμοΒγήκα από το αυτοκίνητονα τεντώνω τα πόδια μου.Τα βουνά ήταν κοντά και πολύ ψηλάστον πάτο της κοιλάδας συνθλίβομαι.Εφυγανκαι δεν τους ξαναείδα.Χιόνια αργά την άνοιξηπάλεψε πάνω από την πλαγιάμε μεγάλες ενισχύσεις χειμαρρικών νερώνότι ο περίβολος του τόπου έκανε φασαρία.Πέτρες και ογκόλιθοι σημείωναν το βλέμμαόπως τόσα αγκίστριαδιαβάζοντας τα μέρη.Πλησίασα τη γέφυραπου διέσχιζε έναν μανιασμένο χείμαρρο.Στο σωρό της γέφυραςυπήρχε μια τρύπααπό πού προήλθε ένα σχοινί.Τράβηξα.Ήρθαν βότσαλα,μικρά θραύσματαπου απλώς ζητούσαν να βγουν έξω.Άφησα το σχοινίπου κυλούσε πίσω προς τα μέσα.τράβηξα το σχοινίκαι βγήκαν καινούργια βότσαλα.Μετά από πολλά πήγαινε-έλααυτού του εκκαθαριστικού έργουβραχνές αγροτικές φωνέςακούγονται.Σταμάτησα τη δράση μου να συνεχίσει στη φαντασία.Υπήρχε ένα πέρασμαένας θησαυρόςμια κασέταμια δερμάτινη τσάνταψήγματα χρυσού.Η ώρα πέρασε.Βρέθηκα στο χωριό κοντά στη γέφυρατριγύρω χαμηλά ξερολιθιάπαντρεμένος με παιδιάκαι το καθήκον μου ως αγρότης κτηνοτρόφοςπήρε όλο μου τον χρόνο.Τα βουνά πάντα ψηλάγίνετε οικείοιπλαισίωσε τις εποχέςη πέτρινη πίστα είχε υποχωρήσεισε ένα στενό πλακόστρωτο δρόμο.Η τρύπα ήταν ακόμα εκείμια ζωή δεν ήταν αρκετή για να ρίξει φως στο μυστήριοήμουν εγώ που είχα τη βραχνή φωνήοι Άσπρες τρίχεςτο ταλαντευόμενο βάδισμα.583